Δημοσιεύτηκε στην στο ένθετο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, την Παρασκευή 16 Απριλίου 2010
Εισαγωγή - μετάφραση Ειρήνη Βρης
Ο Επιτάφιος για ένα Σκύλο είναι ένα ποίημα του Λόρδου Μπάιρον, που έγραψε το 1808 προς τιμήν του σκύλου του, Μπόουσον, ράτσας της Νέας Γης, που μόλις είχε πεθάνει από λύσσα.
Οταν ο Μπόουσον προσβλήθηκε από λύσσα, ο Μπάιρον, σύμφωνα με πληροφορίες, τον περιποιήθηκε ο ίδιος, σαν αδερφό του, χωρίς να φοβάται ότι θα τον δαγκώσει ή θα μολυνθεί. Του σφούγγιζε άφοβα με το χέρι τους αφρούς από το ρύγχος του. Το ποίημα είναι χαραγμένο στον τάφο του Μπόουσον, ένα μνημείο μεγαλύτερο από του Μπάιρον, στον κήπο του κτήματός του, στο Αβαείο του Νιούστεντ, στο ιερό της ερειπωμένης εκκλησίας των καλόγερων . Οι εισαγωγικοί πεζοί στίχοι, που θεωρούνταν του Μπάιρον, έχουν γραφτεί από τον φίλο του Τζον Χόμπχαουζ. Ο Μπάιρον αρχικά είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει μόνο τους δύο τελευταίους στίχους.
Ο Μπάιρον ανακοίνωσε το θάνατο του Μπόουσον στο φίλο του Φράνσις Χόντσον: «Ο Μπόουσον είναι νεκρός! - κατέληξε, σε κατάσταση τρέλας στις 18 του μήνα, αφού υπέφερε πολύ, διατηρώντας μέχρι τέλους την τρυφερότητα του χαρακτήρα του και δεν προσπάθησε να κάνει κακό σε κανένα που ήταν κοντά του. Τώρα τα έχασα όλα εξόν από τον γερο-Μάραιη». Στη διαθήκη που έγραψε ο ποιητής το 1811, εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί με το σκύλο του και τον γέρο υπηρέτη του, Τζο Μάραιη. Μετά το θάνατό του στο Μεσολόγγι, στις 22 Απριλίου 1824, ο ένας από τους τρεις του σκύλους που τον συνόδεψαν στην Αγγλία, ήταν απόγονος του Μπόουσον, που τον κληροδότησε στον φίλο του Χόμπχαουζ, μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντά του. Δυστυχώς, δεν επιτράπηκε η ταφή του στο Αβαείο του Νιούστεντ, επειδή είχε ήδη περάσει σε νέα ιδιοκτησία.
Τον Νοέμβριο του 2008 γιορτάστηκε η επέτειος του θανάτου του Μπόουσον στο Αβαείο του Νιούστεντ, ένας φόρος τιμής στο διασημότερο σκύλο της Νέας Γης.
*************
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΥΛΟ 1
Κοντά σε αυτό το Σημείο
κείτονται τα Λείψανα κάποιου
που είχε Ομορφιά χωρίς Ματαιοδοξία,
Δύναμη χωρίς Θράσος,
Τόλμη χωρίς Σκληρότητα
και όλες τις Αρετές του Ανθρώπου χωρίς τα Ελαττώματά του.
Ο Επαινος αυτός, που θα μπορούσε να είναι μια ανούσια Κολακεία
αν αναγραφόταν πάνω από ανθρώπινες στάχτες,
δεν είναι παρά ένας δίκαιος φόρος τιμής στη Μνήμη του
ΜΠΟΟΥΣΟΝ2, ενός ΣΚΥΛΟΥ,
που γεννήθηκε στη Νέα Γη, τον Μάιο, 1803
και πέθανε στο Αββαείο του Νιούστεντ, στις 18 Νοεμβρίου, 1808.
Οταν κάποιος περήφανος Γιος του Ανθρώπου επιστρέφει στη γη,
άγνωστος στη Δόξα, αλλά δικαιωμένος από τη Γέννησή του,
η τέχνη του γλύπτη εξαντλεί τη μεγαλοπρέπεια της θλίψης
και οι χιλιοτραγουδισμένες υδρίες μαρτυρούν για εκείνους που αναπαύονται
από κάτω.
Οταν όλα έχουν τελειώσει, πάνω στο Μνήμα βλέπει κανείς
όχι αυτό που ήταν, αλλά αυτό που θα 'πρεπε να είναι:
Αλλά ο φουκαράς ο Σκύλος, ο πιο πιστός φίλος στη ζωή,
πρώτος να καλωσορίσει, πρώτος απ' όλους να υπερασπιστεί,
που η άδολη καρδιά του ανήκει ακόμα στον Κύριό του,
που μοχθεί, παλεύει, ζει, αναπνέει μόνο γι' αυτόν,
πέφτει χωρίς δόξα, χωρίς να αναγνωριστεί όλη η αξία του -
και αμφισβητείται στον Ουρανό η Ψυχή που είχε στη γη:
ενώ ο άνθρωπος, ματαιόδοξο έντομο! ελπίζει να συγχωρεθεί
και απαιτεί για τον εαυτό του τη μοναδική αποκλειστικότητα του Ουρανού.
Ω άνθρωπε! εσύ, αδύναμε ένοικε μιας ώρας,
εξευτελισμένος από τη δουλεία, ή διεφθαρμένος από την εξουσία
-η αγάπη σου είναι λαγνεία, η φιλία σου όλη μια απάτη,
η γλώσσα σου υποκρισία, τα λόγια σου ένα ψέμα!
Από τη φύση σου αχρείος, εξευγενισμένος μόνο κατ' όνομα,
κάθε ευγενικό ζώο μπορεί να σε κάνει να κοκκινίσεις από ντροπή.
Εσύ, που τυχόν θα δεις αυτήν την απλή υδρία,
προσπέρνα - δεν τιμάει κάποιον που θα 'θελες να θρηνήσεις.
Για να σημαδέψει τα λείψανα ενός φίλου αυτές οι πέτρες έχουν υψωθεί·
δεν γνώριζα παρά μονάχα έναν - και βρίσκεται εδώ.
Epitaph Το a Dog
Near this spot
Are deposited the Remains of one
Who possessed Beauty without Vanity,
Strength without Insolence,
Courage without Ferocity,
And all the virtues of Man without his Vices.
This Praise, which would be unmeaning Flattery
If inscribed over human Ashes,
Is but a just tribute to the Memory of
BOATSWAIN, a DOG,
who was born at Newfoundland, May, 1803,
and died in Newstead Abbey, Nov. 18, 1808.
When some proud son of Man returns to Earth,
Unknown by Glory, but upheld by Birth,
The sculptor's art exhausts the pomp of woe,
And stories urns record that rests below.
When all is done, upon the Tomb is seen,
Not what he was, but what he should have been.
But the poor Dog, in life the firmest friend,
The first to welcome, foremost to defend,
Whose honest heart is still his Master's own,
Who labours, fights, lives, breathes for him alone,
Unhonoured falls, unnoticed all his worth,
Denied in heaven the Soul he held on earth -
While man, vain insect! hopes to be forgiven,
And claims himself a sole exclusive heaven.
Oh man! thou feeble tenant of an hour,
Debased by slavery, or corrupt by power -
Who knows thee well must quit thee with disgust,
Degraded mass of animated dust!
Thy love is lust, thy friendship all a cheat,
Thy smiles hypocrisy, thy words deceit!
By nature vile, ennoble but by name,
Each kindred brute might bid thee blush for shame.
Ye, who perchance behold this simple urn,
Pass on - it honours none you wish to mourn.
Το mark a friend's remains these stones arise;
Ι never knew but one - and here he lies.
1. Στη μνήμη του Αντυ, που «έφυγε» στις 7 Φεβρουαρίου, 2010.
2. Boatswain, ο Λοστρόμος, στα αγγλικά.